-
1 ανεμάττετο
-
2 ἀνεμάττετο
-
3 ἐμμάσσομαι
II press upon, inflict,αὐχένι κέντρον Nic.Th. 767
;κῆρά τινι Opp.H.2.502
;ὀργήν τινι Call.Dian. 124
;ἰδμοσύνην στέρνοις ἐνεμάξατο APl.4.273
(Crin.):—late in [voice] Act., smear,ζωγραφίαν μέλανι PMag.Lond.121.230
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμάσσομαι
См. также в других словарях:
ἀνεμάττετο — ἀναμάσσω rub imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)